Translation meaning & definition of the word "economize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οικονομία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Economize
[Οικονομεί]/ɪkɑnəmaɪz/
verb
1. Use cautiously and frugally
- "I try to economize my spare time"
- "Conserve your energy for the ascent to the summit"
- synonym:
- conserve ,
- husband ,
- economize ,
- economise
1. Χρησιμοποιήστε προσεκτικά και λιτά
- "Προσπαθώ να εξοικονομήσω τον ελεύθερο χρόνο μου"
- "Διατηρήστε την ενέργειά σας για την ανάβαση στη σύνοδο κορυφής"
- συνώνυμο:
- εξοικονομώ ,
- σύζυγος
2. Spend sparingly, avoid the waste of
- "This move will save money"
- "The less fortunate will have to economize now"
- synonym:
- save ,
- economize ,
- economise
2. Περάστε με φειδώ, αποφύγετε τη σπατάλη
- "Αυτή η κίνηση θα εξοικονομήσει χρήματα"
- "Οι λιγότερο τυχεροί θα πρέπει να κάνουν οικονομία τώρα"
- συνώνυμο:
- αποθηκεύω ,
- εξοικονομώ