Translation meaning & definition of the word "ecology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οικολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ecology
[Οικολογία]/ɪkɑləʤi/
noun
1. The environment as it relates to living organisms
- "It changed the ecology of the island"
- synonym:
- ecology
1. Το περιβάλλον ως έχει σχέση με τους ζωντανούς οργανισμούς
- "Άλλαξε την οικολογία του νησιού"
- συνώνυμο:
- οικολογία
2. The branch of biology concerned with the relations between organisms and their environment
- synonym:
- ecology ,
- bionomics ,
- environmental science
2. Ο κλάδος της βιολογίας ασχολείται με τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών και του περιβάλλοντός τους
- συνώνυμο:
- οικολογία ,
- βιονομική ,
- περιβαλλοντική επιστήμη
Examples of using
Pollution has a disastrous effect on the ecology of a region.
Η ρύπανση έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην οικολογία μιας περιοχής.