Translation meaning & definition of the word "ecologist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οικολόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ecologist
[Οικολόγος]/ɪkɑləʤɪst/
noun
1. A biologist who studies the relation between organisms and their environment
- synonym:
- ecologist
1. Ένας βιολόγος που μελετά τη σχέση μεταξύ οργανισμών και του περιβάλλοντός τους
- συνώνυμο:
- οικολόγος