Translation meaning & definition of the word "ecological" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οικολογική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ecological
[Οικολογική]/ikəlɑʤɪkəl/
adjective
1. Characterized by the interdependence of living organisms in an environment
- "An ecological disaster"
- synonym:
- ecological ,
- ecologic
1. Χαρακτηρίζεται από την αλληλεξάρτηση των ζωντανών οργανισμών σε ένα περιβάλλον
- "Μια οικολογική καταστροφή"
- συνώνυμο:
- οικολογική
2. Of or relating to the science of ecology
- "Ecological research"
- synonym:
- ecological ,
- ecologic ,
- bionomical ,
- bionomic
2. Από ή σχετίζονται με την επιστήμη της οικολογίας
- "Οικολογική έρευνα"
- συνώνυμο:
- οικολογική ,
- βιονομικόσ ,
- βιονομική
Examples of using
United States shale gas production is one of the worst ongoing ecological disasters.
Η παραγωγή σχιστολιθικού φυσικού αερίου των ΗΠΑ είναι μία από τις χειρότερες συνεχιζόμενες οικολογικές καταστροφές.
It's an ecological disaster.
Είναι μια οικολογική καταστροφή.
The world's tropical rainforests are critical links in the ecological chain of life on the planet.
Τα τροπικά δάση του κόσμου είναι κρίσιμες συνδέσεις στην οικολογική αλυσίδα της ζωής στον πλανήτη.