Translation meaning & definition of the word "echo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηχώ" στην ελληνική γλώσσα
Echo
[Ηχώ]noun
1. The repetition of a sound resulting from reflection of the sound waves
- "She could hear echoes of her own footsteps"
- synonym:
- echo ,
- reverberation ,
- sound reflection ,
- replication
1. Η επανάληψη ενός ήχου που προκύπτει από την αντανάκλαση των ηχητικών κυμάτων
- "Μπορούσε να ακούσει την ηχώ των δικών της βημάτων"
- συνώνυμο:
- ηχώ ,
- αντήχηση ,
- αντανάκλαση ήχου ,
- αναπαραγωγή
2. (greek mythology) a nymph who was spurned by narcissus and pined away until only her voice remained
- synonym:
- Echo
2. (ελληνική μυθολογία) μια νύμφη που είχε γλυτώσει από τον νάρκισσο και την πέταξε μακριά μέχρι να μείνει μόνο η φωνή της
- συνώνυμο:
- Ηχώ
3. A reply that repeats what has just been said
- synonym:
- echo
3. Μια απάντηση που επαναλαμβάνει αυτό που μόλις ειπώθηκε
- συνώνυμο:
- ηχώ
4. A reflected television or radio or radar beam
- synonym:
- echo
4. Μια ακτίνα ανακλώμενης τηλεόρασης ή ραδιοφώνου ή ραντάρ
- συνώνυμο:
- ηχώ
5. A close parallel of a feeling, idea, style, etc.
- "His contention contains more than an echo of rousseau"
- "Napoleon iii was an echo of the mighty emperor but an infinitely better man"
- synonym:
- echo
5. Ένας στενός παράλληλος ενός συναισθήματος, μιας ιδέας, ενός στυλ, κλπ.
- "Ο ισχυρισμός του περιέχει περισσότερα από μια ηχώ του ρουσσώ"
- "Ο ναπολέων ιιι ήταν ηχώ του ισχυρού αυτοκράτορα, αλλά ένας απείρως καλύτερος άνθρωπος"
- συνώνυμο:
- ηχώ
6. An imitation or repetition
- "The flower arrangement was created as an echo of a client's still life"
- synonym:
- echo
6. Μια μίμηση ή επανάληψη
- "Η ρύθμιση των λουλουδιών δημιουργήθηκε ως ηχώ της νεκρής ζωής ενός πελάτη"
- συνώνυμο:
- ηχώ
verb
1. To say again or imitate
- "Followers echoing the cries of their leaders"
- synonym:
- repeat ,
- echo
1. Να πω ξανά ή να μιμηθώ
- "Οι ακόλουθοι αντηχούν τις κραυγές των ηγετών τους"
- συνώνυμο:
- επαναλάβετε ,
- ηχώ
2. Ring or echo with sound
- "The hall resounded with laughter"
- synonym:
- resound ,
- echo ,
- ring ,
- reverberate
2. Δαχτυλίδι ή ηχώ με ήχο
- "Η αίθουσα αντήχησε με το γέλιο"
- συνώνυμο:
- αντηχώ ,
- ηχώ ,
- δαχτυλίδι ,
- αντηχείο
3. Call to mind
- "His words echoed john f. kennedy"
- synonym:
- echo ,
- recall
3. Παρακαλώ
- "Τα λόγια του αντηχούσαν τον τζον φ. κένεντι"
- συνώνυμο:
- ηχώ ,
- ανάκληση