Translation meaning & definition of the word "ebb" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ebb
[Έβββα]/ɛb/
noun
1. A gradual decline (in size or strength or power or number)
- synonym:
- ebb ,
- ebbing ,
- wane
1. Μια σταδιακή μείωση του μεγέθους της (νης ή της δύναμης ή της ισχύος ή του αριθμού)
- συνώνυμο:
- εμπ ,
- εκμεταλλεύεται ,
- βεν
2. The outward flow of the tide
- synonym:
- ebb ,
- reflux
2. Η εξωτερική ροή της παλίρροιας
- συνώνυμο:
- εμπ ,
- παλινδρόμηση
verb
1. Flow back or recede
- "The tides ebbed at noon"
- synonym:
- ebb ,
- ebb away ,
- ebb down ,
- ebb out ,
- ebb off
1. Επιστρέψτε ή υποχωρήστε
- "Οι παλίρροιες ξεπήδησαν το μεσημέρι"
- συνώνυμο:
- εμπ ,
- απομακρύνομαι ,
- εμπορευόμαστε ,
- εμπρός ,
- αποβιβάζομαι
2. Hem in fish with stakes and nets so as to prevent them from going back into the sea with the ebb
- synonym:
- ebb
2. Στρίφωμα σε ψάρια με πασσάλους και δίχτυα, έτσι ώστε να μην επιστρέψουν στη θάλασσα με την άμπωτη
- συνώνυμο:
- εμπ
3. Fall away or decline
- "The patient's strength ebbed away"
- synonym:
- ebb
3. Πέφτω ή παρακμάζω
- "Η δύναμη του ασθενούς απομακρύνθηκε"
- συνώνυμο:
- εμπ