Translation meaning & definition of the word "eavesdrop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αφήνω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eavesdrop
[Αποφασιστικότητα]/ivzdrɑp/
verb
1. Listen without the speaker's knowledge
- "The jealous man was eavesdropping on his wife's conversations"
- synonym:
- listen in ,
- eavesdrop
1. Ακούστε χωρίς τη γνώση του ομιλητή
- "Ο ζηλιάρης άντρας υποκλίνει στις συζητήσεις της συζύγου του"
- συνώνυμο:
- ακούω ,
- αναβάτησ
Examples of using
I didn't mean to eavesdrop on your conversation.
Δεν ήθελα να αφήσω τη συνομιλία σας.
I didn't mean to eavesdrop, but I did overhear you.
Δεν ήθελα να υποχωρήσω, αλλά σε άκουσα.
I didn't mean to eavesdrop on your talk.
Δεν ήθελα να αφήσω την ομιλία σας.