Translation meaning & definition of the word "easygoing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εύκολο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Easygoing
[Εύκολη]/izigoʊɪŋ/
adjective
1. Not hurried or forced
- "An easy walk around the block"
- "At a leisurely (or easygoing) pace"
- synonym:
- easy ,
- easygoing ,
- leisurely
1. Όχι βιαστικά ή αναγκαστικά
- "Μια εύκολη βόλτα γύρω από το μπλοκ"
- "Σε ένα χαλαρό ( ρυθμό εύκολοεξελισσόμενη) ρυθμός"
- συνώνυμο:
- εύκολος ,
- εύκολοσ ,
- χαλαρά
2. Not burdensome or demanding
- Borne or done easily and without hardship
- "What a cushy job!"
- "The easygoing life of a parttime consultant"
- "A soft job"
- synonym:
- cushy ,
- soft ,
- easygoing
2. Όχι επαχθής ή απαιτητική
- Βαρύνει ή γίνεται εύκολα και χωρίς δυσκολίες
- "Τι εργασία!"
- "Η εύκολη ζωή ενός συμβούλου μερικής απασχόλησης"
- "Μια εύκολη δουλειά"
- συνώνυμο:
- πανούργοσ ,
- μαλακός ,
- εύκολοσ
3. Relaxed and informal in attitude or standards
- "An easygoing teacher who allowed extra time for assignments"
- synonym:
- easygoing
3. Χαλαρή και ανεπίσημη στάση ή πρότυπα
- "Ένας εύκολος δάσκαλος που επέτρεψε επιπλέον χρόνο για εργασίες"
- συνώνυμο:
- εύκολοσ