Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "easy" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εύκολο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Easy

[Εύκολο]
/izi/

adjective

1. Posing no difficulty

  • Requiring little effort
  • "An easy job"
  • "An easy problem"
  • "An easy victory"
  • "The house is easy to heat"
  • "Satisfied with easy answers"
  • "Took the easy way out of his dilemma"
    synonym:
  • easy

1. Δεν δημιουργεί καμία δυσκολία

  • Απαιτείται λίγη προσπάθεια
  • "Εύκολη δουλειά"
  • "Ένα εύκολο πρόβλημα"
  • "Μια εύκολη νίκη"
  • "Το σπίτι είναι εύκολο να ζεσταθεί"
  • "Ευχαριστημένοι με τις εύκολες απαντήσεις"
  • "Πήρε την εύκολη διέξοδο από το δίλημμά του"
    συνώνυμο:
  • εύκολος

2. Not hurried or forced

  • "An easy walk around the block"
  • "At a leisurely (or easygoing) pace"
    synonym:
  • easy
  • ,
  • easygoing
  • ,
  • leisurely

2. Όχι βιαστικά ή αναγκαστικά

  • "Μια εύκολη βόλτα γύρω από το μπλοκ"
  • "Σε ένα χαλαρό ( ρυθμό εύκολοεξελισσόμενη) ρυθμός"
    συνώνυμο:
  • εύκολος
  • ,
  • εύκολοσ
  • ,
  • χαλαρά

3. Free from worry or anxiety

  • "Knowing that i had done my best, my mind was easy"
  • "An easy good-natured manner"
  • "By the time the chsild faced the actual problem of reading she was familiar and at ease with all the elements words"
    synonym:
  • easy

3. Απαλλαγμένο από ανησυχία ή άγχος

  • "Γνωρίζοντας ότι είχα κάνει ό, τι καλύτερο μπορούσα, το μυαλό μου ήταν εύκολο"
  • "Ένας εύκολος καλός τρόπος"
  • "Από τη στιγμή που η συντροφιά αντιμετώπισε το πραγματικό πρόβλημα της ανάγνωσης ήταν οικεία και άνετα με όλα τα στοιχεία λέξεις"
    συνώνυμο:
  • εύκολος

4. Affording pleasure

  • "Easy good looks"
    synonym:
  • easy

4. Προσφέροντας ευχαρίστηση

  • "Εύκολη καλή εμφάνιση"
    συνώνυμο:
  • εύκολος

5. Having little impact

  • "An easy pat on the shoulder"
  • "Gentle rain"
  • "A gentle breeze"
  • "A soft (or light) tapping at the window"
    synonym:
  • easy
  • ,
  • gentle
  • ,
  • soft

5. Έχοντας λίγο αντίκτυπο

  • "Ένα εύκολο χτύπημα στον ώμο"
  • "Απαλή βροχή"
  • "Ένα απαλό αεράκι"
  • "Ένα μαλακό ( φως) πατώντας στο παράθυρο"
    συνώνυμο:
  • εύκολος
  • ,
  • απαλός
  • ,
  • μαλακός

6. Readily exploited or tricked

  • "An easy victim"
  • "An easy mark"
    synonym:
  • easy

6. Εύκολα εκμεταλλευόμενος ή εξαπατημένος

  • "Εύκολο θύμα"
  • "Ένα εύκολο σημάδι"
    συνώνυμο:
  • εύκολος

7. In fortunate circumstances financially

  • Moderately rich
  • "They were comfortable or even wealthy by some standards"
  • "Easy living"
  • "A prosperous family"
  • "His family is well-situated financially"
  • "Well-to-do members of the community"
    synonym:
  • comfortable
  • ,
  • easy
  • ,
  • prosperous
  • ,
  • well-fixed
  • ,
  • well-heeled
  • ,
  • well-off
  • ,
  • well-situated
  • ,
  • well-to-do

7. Σε τυχερές συνθήκες οικονομικά

  • Μέτρια πλούσια
  • "Ήταν άνετα ή ακόμα και πλούσια με κάποια πρότυπα"
  • "Εύκολη ζωή"
  • "Μια ευημερούσα οικογένεια"
  • "Η οικογένειά του είναι καλά τοποθετημένη οικονομικά"
  • "Καλά κάνετε μέλη της κοινότητας"
    συνώνυμο:
  • άνετος
  • ,
  • εύκολος
  • ,
  • ευημερούσα
  • ,
  • καλά σταθερός
  • ,
  • καλοφτιαγμένος
  • ,
  • εύπορος
  • ,
  • καλά τοποθετημένος
  • ,
  • καλό-να κάνω

8. Marked by moderate steepness

  • "An easy climb"
  • "A gentle slope"
    synonym:
  • easy
  • ,
  • gentle

8. Χαρακτηρίζεται από μέτρια απότομη

  • "Μια εύκολη ανάβαση"
  • "Μια απαλή κλίση"
    συνώνυμο:
  • εύκολος
  • ,
  • απαλός

9. Affording comfort

  • "Soft light that was easy on the eyes"
    synonym:
  • easy

9. Προσφέροντας άνεση

  • "Μαλακό φως που ήταν εύκολο στα μάτια"
    συνώνυμο:
  • εύκολος

10. Casual and unrestrained in sexual behavior

  • "Her easy virtue"
  • "He was told to avoid loose (or light) women"
  • "Wanton behavior"
    synonym:
  • easy
  • ,
  • light
  • ,
  • loose
  • ,
  • promiscuous
  • ,
  • sluttish
  • ,
  • wanton

10. Περιστασιακή και ανεξέλεγκτη σεξουαλική συμπεριφορά

  • "Η εύκολη αρετή"
  • "Του είπαν να αποφύγει τις χαλαρές γυναίκες του ( ή του φωτός)"
  • "Συμπεριφορά του γουάντον"
    συνώνυμο:
  • εύκολος
  • ,
  • φως
  • ,
  • χαλαρός
  • ,
  • αναπόσπαστοσ
  • ,
  • τσούλτο
  • ,
  • αντίπαλοσ

11. Less in demand and therefore readily obtainable

  • "Commodities are easy this quarter"
    synonym:
  • easy

11. Λιγότερο σε ζήτηση και επομένως εύκολα αποκτήσιμη

  • "Τα εμπορεύματα είναι εύκολα αυτό το τρίμηνο"
    συνώνυμο:
  • εύκολος

12. Obtained with little effort or sacrifice, often obtained illegally

  • "Easy money"
    synonym:
  • easy

12. Λαμβάνονται με μικρή προσπάθεια ή θυσία, που συχνά αποκτώνται παράνομα

  • "Εύκολα χρήματα"
    συνώνυμο:
  • εύκολος

adverb

1. With ease (`easy' is sometimes used informally for `easily')

  • "She was easily excited"
  • "Was easily confused"
  • "He won easily"
  • "This china breaks very easily"
  • "Success came too easy"
    synonym:
  • easily
  • ,
  • easy

1. Με ευκολία (`εύκολο`μερικές φορές χρησιμοποιείται ανεπίσημα για `εύκολα`)

  • "Ήταν εύκολα ενθουσιασμένη"
  • "Μπερδεύτηκαν εύκολα"
  • "Κέρδισε εύκολα"
  • "Αυτή η κίνα σπάει πολύ εύκολα"
  • "Η επιτυχία ήρθε πολύ εύκολα"
    συνώνυμο:
  • εύκολα
  • ,
  • εύκολος

2. Without speed (`slow' is sometimes used informally for `slowly')

  • "He spoke slowly"
  • "Go easy here--the road is slippery"
  • "Glaciers move tardily"
  • "Please go slow so i can see the sights"
    synonym:
  • slowly
  • ,
  • slow
  • ,
  • easy
  • ,
  • tardily

2. Χωρίς ταχύτητα (`αργό' χρησιμοποιείται μερικές φορές ανεπίσημα για `αργά')

  • "Μιλούσε αργά"
  • "Πήγαινε εύκολα εδώ-ο δρόμος είναι ολισθηρός"
  • "Οι παγετώνες κινούνται αργά"
  • "Παρακαλώ πηγαίνετε αργά ώστε να μπορώ να δω τα αξιοθέατα"
    συνώνυμο:
  • αργά
  • ,
  • αργός
  • ,
  • εύκολος
  • ,
  • βραδεία

3. In a relaxed manner

  • Or without hardship
  • "Just wanted to take it easy" (`soft' is nonstandard)
    synonym:
  • easy
  • ,
  • soft

3. Με χαλαρό τρόπο

  • Ή χωρίς δυσκολίες
  • "Απλά ήθελα να το πάρω εύκολο" (`μαλακό` είναι μη τυποποιημένο)
    συνώνυμο:
  • εύκολος
  • ,
  • μαλακός

Examples of using

Even I can understand this sentence. It's very easy to understand.
Ακόμα και εγώ μπορώ να καταλάβω αυτή την πρόταση. Είναι πολύ εύκολο να καταλάβει.
Nobody said this would be easy.
Κανείς δεν είπε ότι θα ήταν εύκολο.
Tom's handwriting isn't very good, but it's easy to read.
Η γραφή του Τομ δεν είναι πολύ καλή, αλλά είναι εύκολο να διαβαστεί.