Translation meaning & definition of the word "easterly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καθυστέρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Easterly
[Πάσχα]/istərli/
noun
1. A wind from the east
- synonym:
- east wind ,
- easter ,
- easterly
1. Ένας άνεμος από τα ανατολικά
- συνώνυμο:
- ανατολικός άνεμος ,
- πάσχα ,
- πασχαλινά
adjective
1. Lying in or toward the east
- "The east side of new york"
- "Eastern cities"
- synonym:
- easterly ,
- eastern
1. Είτε είναι μέσα είτε προς τα ανατολικά
- "Η ανατολική πλευρά της νέας υόρκης"
- "Ανατολικές πόλεις"
- συνώνυμο:
- πασχαλινά ,
- ανατολικόσ
2. From the east
- Used especially of winds
- "An eastern wind"
- "The winds are easterly"
- synonym:
- easterly ,
- eastern
2. Από τα ανατολικά
- Χρησιμοποιείται κυρίως από ανέμους
- "Ανατολικός άνεμος"
- "Οι άνεμοι είναι ανατολικοί"
- συνώνυμο:
- πασχαλινά ,
- ανατολικόσ
adverb
1. From the east
- "The winds blew easterly all night"
- synonym:
- easterly
1. Από τα ανατολικά
- "Οι άνεμοι φυσούσαν ανατολικά όλη τη νύχτα"
- συνώνυμο:
- πασχαλινά