Translation meaning & definition of the word "easing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βουτιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Easing
[Ελάττωση]/izɪŋ/
noun
1. A change for the better
- synonym:
- easing ,
- moderation ,
- relief
1. Μια αλλαγή προς το καλύτερο
- συνώνυμο:
- χαλάρωση ,
- μετριοπάθεια ,
- ανακούφιση
2. The act of reducing something unpleasant (as pain or annoyance)
- "He asked the nurse for relief from the constant pain"
- synonym:
- easing ,
- easement ,
- alleviation ,
- relief
2. Η πράξη της μείωσης κάτι δυσάρεστο (ας πόνος ή ενόχληση)
- "Ζήτησε από τη νοσοκόμα ανακούφιση από τον συνεχή πόνο"
- συνώνυμο:
- χαλάρωση ,
- ευκολία ,
- ανακούφιση