Translation meaning & definition of the word "easily" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εύκολα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Easily
[Εύκολα]/izəli/
adverb
1. With ease (`easy' is sometimes used informally for `easily')
- "She was easily excited"
- "Was easily confused"
- "He won easily"
- "This china breaks very easily"
- "Success came too easy"
- synonym:
- easily ,
- easy
1. Με ευκολία (`εύκολο`μερικές φορές χρησιμοποιείται ανεπίσημα για `εύκολα`)
- "Ήταν εύκολα ενθουσιασμένη"
- "Μπερδεύτηκαν εύκολα"
- "Κέρδισε εύκολα"
- "Αυτή η κίνα σπάει πολύ εύκολα"
- "Η επιτυχία ήρθε πολύ εύκολα"
- συνώνυμο:
- εύκολα ,
- εύκολος
2. Without question
- "Easily the best book she's written"
- synonym:
- easily
2. Χωρίς αμφιβολία
- "Το καλύτερο βιβλίο που έγραψε"
- συνώνυμο:
- εύκολα
3. Indicating high probability
- In all likelihood
- "I might well do it"
- "A mistake that could easily have ended in disaster"
- "You may well need your umbrella"
- "He could equally well be trying to deceive us"
- synonym:
- well ,
- easily
3. Υποδεικνύοντας υψηλή πιθανότητα
- Κατά πάσα πιθανότητα
- "Μπορεί να το κάνω"
- "Ένα λάθος που θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει σε καταστροφή"
- "Μπορεί να χρειαστείτε την ομπρέλα σας"
- "Θα μπορούσε κάλλιστα να προσπαθεί να μας εξαπατήσει"
- συνώνυμο:
- καλά ,
- εύκολα
Examples of using
Tom answered all the questions easily.
Ο Τομ απάντησε εύκολα σε όλες τις ερωτήσεις.
This differential equation can be easily solved by Laplace transform.
Αυτή η διαφορική εξίσωση μπορεί εύκολα να λυθεί με το μετασχηματισμό Λαπλάς.
You can easily get sick in a climate like this.
Μπορείτε εύκολα να αρρωστήσετε σε ένα τέτοιο κλίμα.