Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "ease" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευκολία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Ease

[Ευκολία]
/iz/

noun

1. Freedom from difficulty or hardship or effort

  • "He rose through the ranks with apparent ease"
  • "They put it into containers for ease of transportation"
  • "The very easiness of the deed held her back"
    synonym:
  • ease
  • ,
  • easiness
  • ,
  • simplicity
  • ,
  • simpleness

1. Ελευθερία από δυσκολίες ή δυσκολίες ή προσπάθεια

  • "Ανέβηκε μέσα από τις τάξεις με εμφανή ευκολία"
  • "Το έβαλαν σε δοχεία για ευκολία στη μεταφορά"
  • "Η ίδια η ευκολία της πράξης την κράτησε πίσω"
    συνώνυμο:
  • ευκολία
  • ,
  • απλότητα

2. A freedom from financial difficulty that promotes a comfortable state

  • "A life of luxury and ease"
  • "He had all the material comforts of this world"
    synonym:
  • ease
  • ,
  • comfort

2. Μια ελευθερία από οικονομικές δυσκολίες που προωθεί μια άνετη κατάσταση

  • "Μια ζωή πολυτέλειας και ευκολίας"
  • "Είχε όλες τις υλικές ανέσεις αυτού του κόσμου"
    συνώνυμο:
  • ευκολία
  • ,
  • άνεση

3. The condition of being comfortable or relieved (especially after being relieved of distress)

  • "He enjoyed his relief from responsibility"
  • "Getting it off his conscience gave him some ease"
    synonym:
  • relief
  • ,
  • ease

3. Η κατάσταση της άνεσης ή της ανακούφισης (ειδικά μετά την ανακούφιση από το αγχώδη

  • "Απολάμβανε την ανακούφιση από την ευθύνη"
  • "Το να το βγάλει από τη συνείδησή του του έδωσε κάποια ευκολία"
    συνώνυμο:
  • ανακούφιση
  • ,
  • ευκολία

4. Freedom from constraint or embarrassment

  • "I am never at ease with strangers"
    synonym:
  • ease
  • ,
  • informality

4. Ελευθερία από περιορισμό ή αμηχανία

  • "Ποτέ δεν είμαι άνετος με τους ξένους"
    συνώνυμο:
  • ευκολία
  • ,
  • ανεπίσημη

5. Freedom from activity (work or strain or responsibility)

  • "Took his repose by the swimming pool"
    synonym:
  • rest
  • ,
  • ease
  • ,
  • repose
  • ,
  • relaxation

5. Ελευθερία από δραστηριότητα (εργασία ή στέλεχος ή ευθύνη)

  • "Πήρε την ανάπαυσή του δίπλα στην πισίνα"
    συνώνυμο:
  • ξεκουράζομαι
  • ,
  • ευκολία
  • ,
  • αναπαύω
  • ,
  • χαλάρωση

verb

1. Move gently or carefully

  • "He eased himself into the chair"
    synonym:
  • ease

1. Μετακινήστε απαλά ή προσεκτικά

  • "Χάθηκε στην καρέκλα"
    συνώνυμο:
  • ευκολία

2. Lessen pain or discomfort

  • Alleviate
  • "Ease the pain in your legs"
    synonym:
  • comfort
  • ,
  • ease

2. Μειώστε τον πόνο ή τη δυσφορία

  • Ανακουφίζω
  • "Ανακουφίστε τον πόνο στα πόδια σας"
    συνώνυμο:
  • άνεση
  • ,
  • ευκολία

3. Make easier

  • "You could facilitate the process by sharing your knowledge"
    synonym:
  • facilitate
  • ,
  • ease
  • ,
  • alleviate

3. Κάντε ευκολότερη

  • "Θα μπορούσατε να διευκολύνετε τη διαδικασία μοιράζοντας τις γνώσεις σας"
    συνώνυμο:
  • διευκολύνω
  • ,
  • ευκολία
  • ,
  • ανακουφίζω

4. Lessen the intensity of or calm

  • "The news eased my conscience"
  • "Still the fears"
    synonym:
  • still
  • ,
  • allay
  • ,
  • relieve
  • ,
  • ease

4. Μειώστε την ένταση ή ηρεμήστε

  • "Η είδηση απαλύνει τη συνείδησή μου"
  • "Ακόμα οι φόβοι"
    συνώνυμο:
  • ακόμα
  • ,
  • αλλάζω
  • ,
  • ανακουφίζω
  • ,
  • ευκολία

Examples of using

"I consider this fair, since effort will get one farther in life than ease of understanding anyway." "Says the man that seems to have skated by through a majority of life on ease of understanding...?"
"Θεωρώ αυτό το δίκαιο, αφού η προσπάθεια θα πάρει ένα μακρύτερο στη ζωή από την ευκολία της κατανόησης ούτως ή άλλως." "Λέει ο άνθρωπος που φαίνεται να έχει κάνει πατινάζ μέσα από την πλειοψηφία της ζωής με ευκολία στην κατανόηση...?"
Tom tried to ease the tension.
Ο Τομ προσπάθησε να απαλύνει την ένταση.
Tom is totally at ease.
Ο Τομ είναι εντελώς άνετος.