Translation meaning & definition of the word "earwax" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κερί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Earwax
[Κερί]/ɪrwæks/
noun
1. A soft yellow wax secreted by glands in the ear canal
- synonym:
- cerumen ,
- earwax
1. Ένα μαλακό κίτρινο κερί που εκκρίνεται από τους αδένες στο κανάλι του αυτιού
- συνώνυμο:
- κερυδιού ,
- κερί αυτιού