Translation meaning & definition of the word "earthy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βρώμη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Earthy
[Γήινοσ]/ərθi/
adjective
1. Conspicuously and tastelessly indecent
- "Coarse language"
- "A crude joke"
- "Crude behavior"
- "An earthy sense of humor"
- "A revoltingly gross expletive"
- "A vulgar gesture"
- "Full of language so vulgar it should have been edited"
- synonym:
- crude ,
- earthy ,
- gross ,
- vulgar
1. Εμφανώς και άγευστα άσεμνο
- "Χοντρή γλώσσα"
- "Ένα αστείο"
- "Απότομη συμπεριφορά"
- "Μια γήινη αίσθηση του χιούμορ"
- "Ένα επαναστατικά ακαθάριστο εξωφρενικό"
- "Χυδαία χειρονομία"
- "Γεμάτη γλώσσα τόσο χυδαία που θα έπρεπε να είχε επεξεργαστεί"
- συνώνυμο:
- ακατέργαστοσ ,
- γήινος ,
- ακαθάριστοσ ,
- χυδαίος
2. Not far removed from or suggestive of nature
- "The earthy taste of warm milk fresh from the cow"
- "Earthy smells of new-mown grass"
- synonym:
- earthy
2. Δεν απομακρύνεται πολύ από ή υποδηλώνει τη φύση
- "Η γήινη γεύση του ζεστού γάλακτος φρέσκο από την αγελάδα"
- "Βρώμικες μυρωδιές νέου χόρτου"
- συνώνυμο:
- γήινος
3. Hearty and lusty
- "An earthy enjoyment of life"
- synonym:
- earthy
3. Πλούσιος και λαγνερός
- "Μια γήινη απόλαυση της ζωής"
- συνώνυμο:
- γήινος
4. Of or consisting of or resembling earth
- "It had an earthy smell"
- "Only a little earthy bank separates me from the edge of the ocean"
- synonym:
- earthy
4. Από ή αποτελείται από ή μοιάζει με γη
- "Είχε γήινη μυρωδιά"
- "Μόνο μια μικρή γήινη τράπεζα με χωρίζει από την άκρη του ωκεανού"
- συνώνυμο:
- γήινος
5. Sensible and practical
- "Has a straightforward down-to-earth approach to a problem"
- "Her earthy common sense"
- synonym:
- down-to-earth ,
- earthy
5. Λογικό και πρακτικό
- "Έχει μια απλή προσέγγιση κάτω από τη γη σε ένα πρόβλημα"
- "Η γήινη κοινή λογική"
- συνώνυμο:
- κάτω από τη γη ,
- γήινος