Translation meaning & definition of the word "earthworm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γαιοσκώληκας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Earthworm
[Γεωσκώληκας]/ərθwərm/
noun
1. Terrestrial worm that burrows into and helps aerate soil
- Often surfaces when the ground is cool or wet
- Used as bait by anglers
- synonym:
- earthworm ,
- angleworm ,
- fishworm ,
- fishing worm ,
- wiggler ,
- nightwalker ,
- nightcrawler ,
- crawler ,
- dew worm ,
- red worm
1. Επίγειο σκουλήκι που εισχωρεί και βοηθά το αερισμό του εδάφους
- Συχνά επιφανειώνεται όταν το έδαφος είναι δροσερό ή υγρό
- Χρησιμοποιείται ως δόλωμα από ψαράδες
- συνώνυμο:
- γαιοσκώληκας ,
- γωνιακό σκουλήκι ,
- ψαροτούφεκο ,
- σκουλήκι αλιείας ,
- περιπλανώμενοσ ,
- νυχτοπεριπατητήσ ,
- νυχτοπαίχτησ ,
- ανιχνευτήσ ,
- σκουλήκι δρόσου ,
- κόκκινο σκουλήκι
Examples of using
The earthworm wriggled when I touched it.
Ο γαιοσκώληκας στριφογύριζε όταν τον άγγιζα.