Translation meaning & definition of the word "earthly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Earthly
[Γήινοσ]/ərθli/
adjective
1. Of or belonging to or characteristic of this earth as distinguished from heaven
- "Earthly beings"
- "Believed that our earthly life is all that matters"
- "Earthly love"
- "Our earthly home"
- synonym:
- earthly
1. Από ή ανήκουν ή είναι χαρακτηριστικό αυτής της γης, όπως διακρίνεται από τον ουρανό
- "Γαία όντα"
- "Πίστευαν ότι η γήινη ζωή μας είναι το μόνο που έχει σημασία"
- "Γαλήνια αγάπη"
- "Το γήινο σπίτι μας"
- συνώνυμο:
- επίγειος
Examples of using
If I have told you earthly things, and ye believe not, how shall ye believe, if I tell you of heavenly things?
Αν σας έχω πει γήινα πράγματα, και δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε, αν σας μιλήσω για ουράνια πράγματα?
Hawaii is called an earthly paradise.
Η Χαβάη ονομάζεται επίγειος παράδεισος.