Translation meaning & definition of the word "earthenware" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εργαλεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Earthenware
[Εξαρτήματα]/ərθənwɛr/
noun
1. Ceramic ware made of porous clay fired at low heat
- synonym:
- earthenware
1. Κεραμικά είδη από πορώδη πηλό που πυροδοτούνται σε χαμηλή φωτιά
- συνώνυμο:
- πήλινα σκεύη