Translation meaning & definition of the word "earshot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακρόαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Earshot
[Έαρσοτ]/ɪrʃɑt/
noun
1. The range within which a voice can be heard
- "The children were told to stay within earshot"
- synonym:
- earshot ,
- earreach ,
- hearing
1. Το εύρος μέσα στο οποίο μπορεί να ακουστεί μια φωνή
- "Τα παιδιά είπαν να μείνουν μέσα στο αυτί"
- συνώνυμο:
- ακουστικό ,
- ακουστικόσ ,
- ακρόαση