Translation meaning & definition of the word "earphone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακουστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Earphone
[Ακουστικό]/ɪrfoʊn/
noun
1. Electro-acoustic transducer for converting electric signals into sounds
- It is held over or inserted into the ear
- "It was not the typing but the earphones that she disliked"
- synonym:
- earphone ,
- earpiece ,
- headphone ,
- phone
1. Ηλεκτροακουστικός μετατροπέας για τη μετατροπή ηλεκτρικών σημάτων σε ήχους
- Κρατιέται ή εισάγεται στο αυτί
- "Δεν ήταν η πληκτρολόγηση, αλλά τα ακουστικά που δεν της άρεσαν"
- συνώνυμο:
- ακουστικό ,
- τηλέφωνο