Translation meaning & definition of the word "earner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αφέντης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Earner
[Νεαρός]/ərnər/
noun
1. Someone who earn wages in return for their labor
- synonym:
- earner ,
- wage earner
1. Κάποιος που κερδίζει μισθούς σε αντάλλαγμα για την εργασία του
- συνώνυμο:
- ακουστήσ ,
- μισθωτός