Translation meaning & definition of the word "early" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρχαίος" στην ελληνική γλώσσα
Early
[Νωρίς]adjective
1. At or near the beginning of a period of time or course of events or before the usual or expected time
- "Early morning"
- "An early warning"
- "Early diagnosis"
- "An early death"
- "Took early retirement"
- "An early spring"
- "Early varieties of peas and tomatoes mature before most standard varieties"
- synonym:
- early
1. Στην ή κοντά στην αρχή μιας χρονικής περιόδου ή πορείας γεγονότων ή πριν από το συνηθισμένο ή αναμενόμενο χρονικό διάστημα
- "Αργά το πρωί"
- "Πρώιμη προειδοποίηση"
- "Πρώιμη διάγνωση"
- "Πρόωρος θάνατος"
- "Πρόωρη συνταξιοδότηση"
- "Νωρίς την άνοιξη"
- "Οι πρώιμες ποικιλίες των μπιζελιών και των ντοματών ωριμάζουν πριν από τις περισσότερες τυποποιημένες ποικιλίες"
- συνώνυμο:
- νωρίς
2. Being or occurring at an early stage of development
- "In an early stage"
- "Early forms of life"
- "Early man"
- "An early computer"
- synonym:
- early
2. Είτε συμβαίνει σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης
- "Σε πρώιμο στάδιο"
- "Πρώιμες μορφές ζωής"
- "Πρώην άνθρωπος"
- "Πρώιμος υπολογιστής"
- συνώνυμο:
- νωρίς
3. Belonging to the distant past
- "The early inhabitants of europe"
- "Former generations"
- "In other times"
- synonym:
- early(a) ,
- former(a) ,
- other(a)
3. Ανήκουν στο μακρινό παρελθόν
- "Οι πρώτοι κάτοικοι της ευρώπης"
- "Πρώην γενιές"
- "Άλλες φορές"
- συνώνυμο:
- πρωϊ() ,
- πρωτ( ,
- άλλη()
4. Very young
- "At an early age"
- synonym:
- early
4. Πολύ νέος
- "Σε νεαρή ηλικία"
- συνώνυμο:
- νωρίς
5. Of an early stage in the development of a language or literature
- "The early hebrew alphabetical script is that used mainly from the 11th to the 6th centuries b.c."
- "Early modern english is represented in documents printed from 1476 to 1700"
- synonym:
- early
5. Σε πρώιμο στάδιο στην ανάπτυξη μιας γλώσσας ή λογοτεχνίας
- "Η πρώιμη εβραϊκή αλφαβητική γραφή είναι αυτή που χρησιμοποιείται κυρίως από τον 11ο έως τον 6ο αιώνα π.χ."
- "Σύγχρονα αγγλικά εκπροσωπούνται σε έγγραφα τυπωμένα από το 1476 έως το 1700"
- συνώνυμο:
- νωρίς
6. Expected in the near future
- "Look for an early end to the negotiations"
- synonym:
- early
6. Αναμένεται στο εγγύς μέλλον
- "Αναζητήστε ένα πρώιμο τέλος στις διαπραγματεύσεις"
- συνώνυμο:
- νωρίς
adverb
1. During an early stage
- "Early on in her career"
- synonym:
- early on ,
- early
1. Κατά τη διάρκεια πρώιμου σταδίου
- "Πρώτα στην καριέρα της"
- συνώνυμο:
- νωρίς
2. Before the usual time or the time expected
- "She graduated early"
- "The house was completed ahead of time"
- synonym:
- early ,
- ahead of time ,
- too soon
2. Πριν από τη συνήθη ώρα ή τον αναμενόμενο χρόνο
- "Αποφοίτησε νωρίς"
- "Το σπίτι ολοκληρώθηκε εκ των προτέρων"
- συνώνυμο:
- νωρίς ,
- μπροστά από το χρόνο ,
- πολύ σύντομα
3. In good time
- "He awoke betimes that morning"
- synonym:
- early ,
- betimes
3. Εγκαίρως
- "Ξυπνάει πονταρίσματα εκείνο το πρωί"
- συνώνυμο:
- νωρίς ,
- πονταρίσματα