Translation meaning & definition of the word "earl" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γαλουχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Earl
[Ερλ]/ərl/
noun
1. A british peer ranking below a marquess and above a viscount
- synonym:
- earl
1. Ένας βρετανός ομότιμος κατάταξη κάτω από μια μαρκησία και πάνω από ένα υποκόμητο
- συνώνυμο:
- ακουστικόσ