Translation meaning & definition of the word "dynamic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυναμική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dynamic
[Δυναμική]/daɪnæmɪk/
noun
1. An efficient incentive
- "They hoped it would act as a spiritual dynamic on all churches"
- synonym:
- moral force ,
- dynamic
1. Αποτελεσματικό κίνητρο
- "Ήλπιζαν ότι θα λειτουργούσε ως πνευματική δυναμική σε όλες τις εκκλησίες"
- συνώνυμο:
- ηθική δύναμη ,
- δυναμική
adjective
1. Characterized by action or forcefulness or force of personality
- "A dynamic market"
- "A dynamic speaker"
- "The dynamic president of the firm"
- synonym:
- dynamic ,
- dynamical
1. Χαρακτηρίζεται από δράση ή δύναμη ή δύναμη προσωπικότητας
- "Δυναμική αγορά"
- "Δυναμικός ομιλητής"
- "Ο δυναμικός πρόεδρος της εταιρείας"
- συνώνυμο:
- δυναμική
2. Of or relating to dynamics
- synonym:
- dynamic
2. Από ή σχετίζονται με τη δυναμική
- συνώνυμο:
- δυναμική
3. (used of verbs (e.g. `to run') and participial adjectives (e.g. `running' in `running water')) expressing action rather than a state of being
- synonym:
- active ,
- dynamic
3. (χρησιμοποιείται από τα ρήματα (ε.π. `για να τρέξει') και συμμετοχικά επίθετα π.χ. `τρέχει'' σε `τρεχούμενη υδατο-( εκφραστική δράση
- συνώνυμο:
- ενεργός ,
- δυναμική