Translation meaning & definition of the word "dying" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πεθαίνοντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dying
[Πεθαίνοντας]/daɪɪŋ/
noun
1. The time when something ends
- "It was the death of all his plans"
- "A dying of old hopes"
- synonym:
- death ,
- dying ,
- demise
1. Η στιγμή που κάτι τελειώνει
- "Ήταν ο θάνατος όλων των σχεδίων του"
- "Πεθαίνει από παλιές ελπίδες"
- συνώνυμο:
- θάνατος ,
- πεθαίνοντας ,
- αποθαρρύνω
adjective
1. In or associated with the process of passing from life or ceasing to be
- "A dying man"
- "His dying wish"
- "A dying fire"
- "A dying civilization"
- synonym:
- dying
1. Σε ή σχετίζεται με τη διαδικασία της διέλευσης από τη ζωή ή την παύση να είναι
- "Ένας άνθρωπος που πεθαίνει"
- "Η επιθυμία του να πεθάνει"
- "Πεθαίνουσα φωτιά"
- "Ένας πολιτισμός που πεθαίνει"
- συνώνυμο:
- πεθαίνοντας
2. Eagerly desirous
- "Anxious to see the new show at the museum"
- "Dying to hear who won"
- synonym:
- anxious(p) ,
- dying(p)
2. Ανυπόμονα επιθυμητός
- "Ανησυχείτε να δείτε τη νέα παράσταση στο μουσείο"
- "Πεθαίνοντας να ακούσω ποιος κέρδισε"
- συνώνυμο:
- αγχώδ()<TAG1> ,
- ΘΑΝΑΤΟ()
Examples of using
Getting old is not good, but dying young isn't too good either.
Το να γερνάς δεν είναι καλό, αλλά το να πεθαίνεις νέος δεν είναι και πολύ καλό.
I am dying to be with you.
Πεθαίνω να είμαι μαζί σου.
This custom is dying out nowadays.
Αυτό το έθιμο πεθαίνει σήμερα.