Translation meaning & definition of the word "dyer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαφτιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dyer
[Βαφέασ]/daɪər/
noun
1. Someone whose job is to dye cloth
- synonym:
- dyer
1. Κάποιος του οποίου η δουλειά είναι να βάφει πανί
- συνώνυμο:
- βαφέασ