Translation meaning & definition of the word "dutiful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όμορφο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dutiful
[Θλιβερός]/dutifəl/
adjective
1. Willingly obedient out of a sense of duty and respect
- "A dutiful child"
- "A dutiful citizen"
- "Patient griselda was a chaste and duteous wife"
- synonym:
- dutiful ,
- duteous
1. Πρόθυμα υπάκουος από μια αίσθηση του καθήκοντος και του σεβασμού
- "Ένα παιδί που είναι παλιό"
- "Ένας άφθονος πολίτης"
- "Η υπάκουη γκρίζελντα ήταν μια αγνή και τρομερή σύζυγος"
- συνώνυμο:
- πληθωρικόσ ,
- ωχρινικόσ
Examples of using
This girl was always good and dutiful.
Αυτό το κορίτσι ήταν πάντα καλό και ευγενικό.