Translation meaning & definition of the word "durant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθεκτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Durant
[Κουραστικόσ]/dʊrənt/
noun
1. United states historian (1885-1981)
- synonym:
- Durant ,
- Will Durant ,
- William James Durant
1. Ιστορικός των ηνωμένων πολιτειών (1885-1981)
- συνώνυμο:
- Κουραστικόσ ,
- Θα ανατραπεί ,
- Γουίλιαμ Τζέιμς Ντουράντ