Translation meaning & definition of the word "durable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθεκτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Durable
[Ανθεκτικός]/dʊrəbəl/
adjective
1. Existing for a long time
- "Hopes for a durable peace"
- "A long-lasting friendship"
- synonym:
- durable ,
- lasting ,
- long-lasting ,
- long-lived
1. Υπάρχουν για μεγάλο χρονικό διάστημα
- "Ελπίδες για μια διαρκή ειρήνη"
- "Μια μακροχρόνια φιλία"
- συνώνυμο:
- ανθεκτικός ,
- διαρκής ,
- μακράς διαρκείας ,
- μακρόβια
2. Capable of withstanding wear and tear and decay
- "Durable denim jeans"
- synonym:
- durable ,
- long-wearing
2. Ικανός να αντέξει τη φθορά και την αποσύνθεση
- "Ανθεκτικό τζιν τζιν"
- συνώνυμο:
- ανθεκτικός ,
- μακριά φθορά
3. Very long lasting
- "Less durable rocks were gradually worn away to form valleys"
- "The perdurable granite of the ancient appalachian spine of the continent"
- synonym:
- durable ,
- indestructible ,
- perdurable ,
- undestroyable
3. Πολύ μακράς διαρκείας
- "Λιγότερο ανθεκτικοί βράχοι φθείρονταν σταδιακά για να σχηματίσουν κοιλάδες"
- "Ο διαπερατός γρανίτης της αρχαίας απαλαχίας σπονδυλικής στήλης της ηπείρου"
- συνώνυμο:
- ανθεκτικός ,
- άφθαρτοσ ,
- διαπερατόσ ,
- αναπόδεικτοσ