Translation meaning & definition of the word "dura" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δουρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dura
[Ντούρα]/dʊrə/
noun
1. The outermost (and toughest) of the 3 meninges
- synonym:
- dura mater ,
- dura
1. Το εξωτερικό (και σκληρότερο) των 3 μηνίγγων
- συνώνυμο:
- ντουράντα Μητέρα ,
- ντούρα