Translation meaning & definition of the word "duplication" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διπλασιασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Duplication
[Διπλότυπο]/djupləkeʃən/
noun
1. A copy that corresponds to an original exactly
- "He made a duplicate for the files"
- synonym:
- duplicate ,
- duplication
1. Ένα αντίγραφο που αντιστοιχεί σε ένα πρωτότυπο ακριβώς
- "Έφτιαξε ένα διπλότυπο για τα αρχεία"
- συνώνυμο:
- διπλότυπο ,
- επικάλυψη
2. The act of copying or making a duplicate (or duplicates) of something
- "This kind of duplication is wasteful"
- synonym:
- duplication ,
- gemination
2. Η πράξη της αντιγραφής ή της δημιουργίας ενός διπλού αντιγράφου ( ή διπλότυπα) από κάτι
- "Αυτό το είδος επικάλυψης είναι σπάταλο"
- συνώνυμο:
- επικάλυψη ,
- πολύτιμο