Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "duplicate" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διπλό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Duplicate

[Διπλότυπο]
/dupləkət/

noun

1. Something additional of the same kind

  • "He always carried extras in case of an emergency"
    synonym:
  • extra
  • ,
  • duplicate

1. Κάτι παραπάνω από το ίδιο είδος

  • "Πάντα μετέφερε έξτρα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης"
    συνώνυμο:
  • επιπλέον
  • ,
  • διπλότυπο

2. A copy that corresponds to an original exactly

  • "He made a duplicate for the files"
    synonym:
  • duplicate
  • ,
  • duplication

2. Ένα αντίγραφο που αντιστοιχεί σε ένα πρωτότυπο ακριβώς

  • "Έφτιαξε ένα διπλότυπο για τα αρχεία"
    συνώνυμο:
  • διπλότυπο
  • ,
  • επικάλυψη

verb

1. Make or do or perform again

  • "He could never replicate his brilliant performance of the magic trick"
    synonym:
  • duplicate
  • ,
  • reduplicate
  • ,
  • double
  • ,
  • repeat
  • ,
  • replicate

1. Κάντε ή κάντε ή εκτελέστε ξανά

  • "Δεν θα μπορούσε ποτέ να αναπαράγει τη λαμπρή του απόδοση του μαγικού κόλπου"
    συνώνυμο:
  • διπλότυπο
  • ,
  • αναδιπλασιάζω
  • ,
  • διπλός
  • ,
  • επαναλάβετε
  • ,
  • αναπαράγω

2. Duplicate or match

  • "The polished surface twinned his face and chest in reverse"
    synonym:
  • twin
  • ,
  • duplicate
  • ,
  • parallel

2. Διπλότυπο ή αγώνα

  • "Η γυαλισμένη επιφάνεια δίδυμα το πρόσωπο και το στήθος του αντίστροφα"
    συνώνυμο:
  • δίδυμος
  • ,
  • διπλότυπο
  • ,
  • παράλληλοσ

3. Make a duplicate or duplicates of

  • "Could you please duplicate this letter for me?"
    synonym:
  • duplicate

3. Κάντε ένα διπλότυπο ή διπλότυπο

  • "Θα μπορούσατε να αντιγράψετε αυτό το γράμμα για μένα?"
    συνώνυμο:
  • διπλότυπο

4. Increase twofold

  • "The population doubled within 50 years"
    synonym:
  • double
  • ,
  • duplicate

4. Αύξηση δύο φορές

  • "Ο πληθυσμός διπλασιάστηκε μέσα σε 50 χρόνια"
    συνώνυμο:
  • διπλός
  • ,
  • διπλότυπο

adjective

1. Identically copied from an original

  • "A duplicate key"
    synonym:
  • duplicate

1. Πανομοιότυπα αντιγραφεί από ένα πρωτότυπο

  • "Ένα διπλό κλειδί"
    συνώνυμο:
  • διπλότυπο

2. Being two identical

    synonym:
  • duplicate
  • ,
  • matching
  • ,
  • twin(a)
  • ,
  • twinned

2. Είναι δύο πανομοιότυπα

    συνώνυμο:
  • διπλότυπο
  • ,
  • ταίριασμα
  • ,
  • δίδυμο()
  • ,
  • αδελφοποιημένο