Translation meaning & definition of the word "dune" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αμμόλοφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dune
[Ντάουν]/dun/
noun
1. A ridge of sand created by the wind
- Found in deserts or near lakes and oceans
- synonym:
- dune ,
- sand dune
1. Μια κορυφογραμμή από άμμο που δημιουργείται από τον άνεμο
- Βρίσκεται σε ερήμους ή κοντά σε λίμνες και ωκεανούς
- συνώνυμο:
- ντούνε ,
- αμμόλοφος