Translation meaning & definition of the word "dun" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυλιγμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dun
[Ντουν]/dən/
noun
1. Horse of a dull brownish grey color
- synonym:
- dun
1. Άλογο ενός θαμπού καφέ γκρι χρώματος
- συνώνυμο:
- αμμόλοφος
2. A color or pigment varying around a light grey-brown color
- "She wore dun"
- synonym:
- dun ,
- greyish brown ,
- grayish brown ,
- fawn
2. Ένα χρώμα ή μια χρωστική ουσία που ποικίλλει γύρω από ένα ανοιχτό γκρι-καφέ χρώμα
- "Φορούσε αμμόλοφο"
- συνώνυμο:
- αμμόλοφος ,
- γκριζωπό καφέ ,
- φαύλοσ
verb
1. Treat cruelly
- "The children tormented the stuttering teacher"
- synonym:
- torment ,
- rag ,
- bedevil ,
- crucify ,
- dun ,
- frustrate
1. Αντιμετωπίζω σκληρά
- "Τα παιδιά βασάνιζαν τον δάσκαλο τραυλισμού"
- συνώνυμο:
- βασανιστήριο ,
- πανουργία ,
- βαθύτερη ,
- σταυρώνω ,
- αμμόλοφος ,
- απογοητεύω
2. Persistently ask for overdue payment
- "The grocer dunned his customers every day by telephone"
- synonym:
- dun
2. Επίμονα ζητήστε την καθυστερημένη πληρωμή
- "Ο παντοπωλείο κατασκόπευε τους πελάτες του κάθε μέρα τηλεφωνικά"
- συνώνυμο:
- αμμόλοφος
3. Cure by salting
- "Dun codfish"
- synonym:
- dun
3. Θεραπεία με αλάτισμα
- "Καλαμπόκι"
- συνώνυμο:
- αμμόλοφος
4. Make a dun color
- synonym:
- dun
4. Κάνω ένα χρώμα αμμόλοφου
- συνώνυμο:
- αμμόλοφος
adjective
1. Of a dull greyish brown to brownish grey color
- "The dun and dreary prairie"
- synonym:
- dun
1. Από ένα θαμπό γκριζωπό καφέ έως καφέ γκρι χρώμα
- "Ο αμμόλοφος και το θλιβερό λιβάδι"
- συνώνυμο:
- αμμόλοφος