Translation meaning & definition of the word "dumping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ντάμπινγκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dumping
[Ντάμπινγκ]/dəmpɪŋ/
noun
1. Selling goods abroad at a price below that charged in the domestic market
- synonym:
- dumping
1. Πώληση αγαθών στο εξωτερικό σε τιμή κάτω από αυτή που χρεώνεται στην εγχώρια αγορά
- συνώνυμο:
- ντάμπινγκ