Translation meaning & definition of the word "dummy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανδρείκελο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dummy
[Ανδρείκελο]/dəmi/
noun
1. A person who does not talk
- synonym:
- dummy ,
- silent person
1. Ένας άνθρωπος που δεν μιλάει
- συνώνυμο:
- ανδρείκελο ,
- σιωπηλός άνθρωπος
2. An ignorant or foolish person
- synonym:
- dumbbell ,
- dummy ,
- dope ,
- boob ,
- booby ,
- pinhead
2. Ένας αδαής ή ανόητος άνθρωπος
- συνώνυμο:
- αλτήρ ,
- ανδρείκελο ,
- ντόπε ,
- βουητό ,
- βουβώδησ ,
- περόνη
3. A figure representing the human form
- synonym:
- dummy
3. Μια φιγούρα που αντιπροσωπεύει την ανθρώπινη μορφή
- συνώνυμο:
- ανδρείκελο
4. A cartridge containing an explosive charge but no bullet
- synonym:
- blank ,
- dummy ,
- blank shell
4. Ένα φυσίγγιο που περιέχει εκρηκτικό φορτίο αλλά καμία σφαίρα
- συνώνυμο:
- κενό ,
- ανδρείκελο ,
- κενό κοχύλι
verb
1. Make a dummy of
- "Dummy up the books that are to be published"
- synonym:
- dummy ,
- dummy up
1. Φτιάχνω ένα ανδρείκελο
- "Ανδρείκελα τα βιβλία που πρόκειται να δημοσιευτούν"
- συνώνυμο:
- ανδρείκελο
adjective
1. Having the appearance of being real but lacking capacity to function
- "A dummy corporation"
- synonym:
- dummy
1. Έχοντας την εμφάνιση να είναι πραγματική, αλλά χωρίς ικανότητα να λειτουργεί
- "Μια εταιρεία ανδρείκελων"
- συνώνυμο:
- ανδρείκελο
Examples of using
He made a crash test dummy of himself.
Έκανε ένα τεστ συντριβής ανδρείκελο του εαυτού του.