Translation meaning & definition of the word "duly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυαδικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Duly
[Αναγκαία]/duli/
adverb
1. At the proper time
- "She was duly apprised of the raise"
- synonym:
- punctually ,
- duly
1. Στην κατάλληλη στιγμή
- "Αυτή είχε αποφασιστεί δεόντως από την αύξηση"
- συνώνυμο:
- ακριβή ,
- δεόντως
Examples of using
Tom was duly impressed.
Ο Τομ εντυπωσιάστηκε δεόντως.