Translation meaning & definition of the word "dull" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "βαρετό" στην ελληνική γλώσσα
Dull
[Θαμπό]verb
1. Make dull in appearance
- "Age had dulled the surface"
- synonym:
- dull
1. Κάντε θαμπή στην εμφάνιση
- "Η ηλικία είχε θαμπώσει την επιφάνεια"
- συνώνυμο:
- θαμπό
2. Become dull or lusterless in appearance
- Lose shine or brightness
- "The varnished table top dulled with time"
- synonym:
- dull
2. Γίνετε θαμποί ή χωρίς λάμψη στην εμφάνιση
- Χάστε τη λάμψη ή τη φωτεινότητα
- "Η βερνικωμένη επιφάνεια του τραπεζιού θαμπωμένη με το χρόνο"
- συνώνυμο:
- θαμπό
3. Deaden (a sound or noise), especially by wrapping
- synonym:
- muffle ,
- mute ,
- dull ,
- damp ,
- dampen ,
- tone down
3. Νεκρός (ήχος ή θόρυβος), ειδικά με το τύλιγμα
- συνώνυμο:
- σιγαστήρα ,
- σίγαση ,
- θαμπό ,
- υγρασία ,
- αποσβένω ,
- τόνος κάτω
4. Make numb or insensitive
- "The shock numbed her senses"
- synonym:
- numb ,
- benumb ,
- blunt ,
- dull
4. Κάντε μουδιασμένο ή μη ευαίσθητο
- "Το σοκ μούσκεψε τις αισθήσεις της"
- συνώνυμο:
- μουδιασμένος ,
- benumb ,
- αμβλύ ,
- θαμπό
5. Make dull or blunt
- "Too much cutting dulls the knife's edge"
- synonym:
- dull ,
- blunt
5. Κάντε θαμπό ή αμβλύ
- "Το πολύ κόψιμο θαμπώνει την άκρη του μαχαιριού"
- συνώνυμο:
- θαμπό ,
- αμβλύ
6. Become less interesting or attractive
- synonym:
- pall ,
- dull
6. Γίνετε λιγότερο ενδιαφέροντες ή ελκυστικοί
- συνώνυμο:
- παλαί ,
- θαμπό
7. Make less lively or vigorous
- "Middle age dulled her appetite for travel"
- synonym:
- dull
7. Κάντε λιγότερο ζωηρό ή ζωηρό
- "Η μέση ηλικία θαμπώνει την όρεξή της για ταξίδια"
- συνώνυμο:
- θαμπό
adjective
1. Lacking in liveliness or animation
- "He was so dull at parties"
- "A dull political campaign"
- "A large dull impassive man"
- "Dull days with nothing to do"
- "How dull and dreary the world is"
- "Fell back into one of her dull moods"
- synonym:
- dull
1. Έλλειψη ζωντάνιας ή κινούμενων σχεδίων
- "Ήταν τόσο βαρετός στα πάρτι"
- "Μια βαρετή πολιτική εκστρατεία"
- "Ένας μεγάλος θαμπός απαθής άνθρωπος"
- "Βαρετές μέρες χωρίς να κάνω τίποτα"
- "Πόσο βαρετός και θλιβερός είναι ο κόσμος"
- "Έπεσε ξανά σε μια από τις θαμπές διαθέσεις της"
- συνώνυμο:
- θαμπό
2. Emitting or reflecting very little light
- "A dull glow"
- "Dull silver badly in need of a polish"
- "A dull sky"
- synonym:
- dull
2. Εκπέμποντας ή αντανακλώντας πολύ λίγο φως
- "Μια θαμπή λάμψη"
- "Θαμπό ασήμι που χρειάζεται πολύ βερνίκι"
- "Ένας θαμπός ουρανός"
- συνώνυμο:
- θαμπό
3. Being or made softer or less loud or clear
- "The dull boom of distant breaking waves"
- "Muffled drums"
- "The muffled noises of the street"
- "Muted trumpets"
- synonym:
- dull ,
- muffled ,
- muted ,
- softened
3. Να είσαι ή να γίνεσαι πιο μαλακός ή λιγότερο δυνατός ή καθαρός
- "Η θαμπή έκρηξη των μακρινών κυμάτων που σπάνε"
- "Φιμωμένα τύμπανα"
- "Οι υπόκωφοι θόρυβοι του δρόμου"
- "Σιωπηλές τρομπέτες"
- συνώνυμο:
- θαμπό ,
- πνιγμένος ,
- σίγαση ,
- μαλακισμένο
4. So lacking in interest as to cause mental weariness
- "A boring evening with uninteresting people"
- "The deadening effect of some routine tasks"
- "A dull play"
- "His competent but dull performance"
- "A ho-hum speaker who couldn't capture their attention"
- "What an irksome task the writing of long letters is"- edmund burke
- "Tedious days on the train"
- "The tiresome chirping of a cricket"- mark twain
- "Other people's dreams are dreadfully wearisome"
- synonym:
- boring ,
- deadening ,
- dull ,
- ho-hum ,
- irksome ,
- slow ,
- tedious ,
- tiresome ,
- wearisome
4. Τόσο έλλειψη ενδιαφέροντος ώστε να προκαλέσει ψυχική κούραση
- "Μια βαρετή βραδιά με αδιάφορους ανθρώπους"
- "Το νεκρό αποτέλεσμα ορισμένων εργασιών ρουτίνας"
- "Ένα βαρετό παιχνίδι"
- "Η ικανή αλλά βαρετή απόδοσή του"
- "Ένας ομιλητής που δεν μπορούσε να τραβήξει την προσοχή τους"
- "Τι ενοχλητικό έργο είναι η συγγραφή μεγάλων επιστολών" - έντμουντ μπερκ
- "Κουραστικές μέρες στο τρένο"
- "Το κουραστικό κελάηδισμα ενός γρύλου" - μαρκ τουέιν
- "Τα όνειρα των άλλων είναι τρομερά κουραστικά"
- συνώνυμο:
- βαρετό ,
- νεκρώνοντασ ,
- θαμπό ,
- χο-χουμ ,
- ενοχλητικός ,
- αργά ,
- κουραστικός ,
- κουραστικόσ
5. (of color) very low in saturation
- Highly diluted
- "Dull greens and blues"
- synonym:
- dull
5. (έγχρωμο) πολύ χαμηλό σε κορεσμό
- Υψηλής αραίωσης
- "Θαμπά πράσινα και μπλε"
- συνώνυμο:
- θαμπό
6. Not keenly felt
- "A dull throbbing"
- "Dull pain"
- synonym:
- dull
6. Δεν αισθάνθηκα έντονα
- "Ένας θαμπός παλμός"
- "Θαμπός πόνος"
- συνώνυμο:
- θαμπό
7. Slow to learn or understand
- Lacking intellectual acuity
- "So dense he never understands anything i say to him"
- "Never met anyone quite so dim"
- "Although dull at classical learning, at mathematics he was uncommonly quick"- thackeray
- "Dumb officials make some really dumb decisions"
- "He was either normally stupid or being deliberately obtuse"
- "Worked with the slow students"
- synonym:
- dense ,
- dim ,
- dull ,
- dumb ,
- obtuse ,
- slow
7. Αργά να μάθεις ή να καταλάβεις
- Έλλειψη διανοητικής οξύτητας
- "Τόσο πυκνός που δεν καταλαβαίνει ποτέ τίποτα από όσα του λέω"
- "Ποτέ δεν γνώρισα κανέναν τόσο αμυδρό"
- "Αν και βαρετός στην κλασική μάθηση, στα μαθηματικά ήταν ασυνήθιστα γρήγορος" - thackeray
- "Οι χαζοί αξιωματούχοι παίρνουν μερικές πραγματικά χαζές αποφάσεις"
- "Ήταν κανονικά ηλίθιος ή εσκεμμένα αμβλύς"
- "Δούλεψε με τους αργούς μαθητές"
- συνώνυμο:
- πυκνός ,
- αμυδρά ,
- θαμπό ,
- χαζός ,
- αμβλύ ,
- αργά
8. (of business) not active or brisk
- "Business is dull (or slow)"
- "A sluggish market"
- synonym:
- dull ,
- slow ,
- sluggish
8. (των επιχειρήσεων) όχι ενεργό ή ζωηρό
- "Η επιχείρηση είναι θαμπή (ή αργή)"
- "Μια υποτονική αγορά"
- συνώνυμο:
- θαμπό ,
- αργά ,
- υποτονικός
9. Not having a sharp edge or point
- "The knife was too dull to be of any use"
- synonym:
- dull
9. Δεν έχει αιχμηρή άκρη ή σημείο
- "Το μαχαίρι ήταν πολύ θαμπό για να είναι χρήσιμο"
- συνώνυμο:
- θαμπό
10. Blunted in responsiveness or sensibility
- "A dull gaze"
- "So exhausted she was dull to what went on about her"- willa cather
- synonym:
- dull
10. Αμβλύνθηκε στην ανταπόκριση ή την ευαισθησία
- "Ένα θαμπό βλέμμα"
- "Τόσο εξαντλημένη ήταν βαρετή με ό, τι συνέβαινε σε αυτήν" - willa cather
- συνώνυμο:
- θαμπό
11. Not clear and resonant
- Sounding as if striking with or against something relatively soft
- "The dull thud"
- "Thudding bullets"
- synonym:
- dull ,
- thudding
11. Όχι σαφής και ηχηρός
- Ακούγεται σαν να χτυπάει με ή ενάντια σε κάτι σχετικά απαλό
- "Ο θαμπός γδούπος"
- "Σφαίρες που πετάνε"
- συνώνυμο:
- θαμπό ,
- πέταγμα
12. Darkened with overcast
- "A dark day"
- "A dull sky"
- "The sky was leaden and thick"
- synonym:
- dull ,
- leaden
12. Σκοτεινιασμένο με συννεφιά
- "Μια μαύρη μέρα"
- "Ένας θαμπός ουρανός"
- "Ο ουρανός ήταν μολυβένιος και πυκνός"
- συνώνυμο:
- θαμπό ,
- μολύβδινοσ