Translation meaning & definition of the word "duke" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ντουκέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Duke
[Δούκας]/duk/
noun
1. A british peer of the highest rank
- synonym:
- duke
1. Ένας βρετανός ομότιμος της υψηλότερης κατάταξης
- συνώνυμο:
- δούκας
2. A nobleman (in various countries) of high rank
- synonym:
- duke
2. Ένας ευγενής (σε διάφορες χώρες) υψηλής κατάταξης
- συνώνυμο:
- δούκας
Examples of using
The duke holds a lot of land.
Ο δούκας κατέχει πολλή γη.