Translation meaning & definition of the word "dugout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διπλό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dugout
[Ξεφυσάω]/dəgaʊt/
noun
1. Either of two low shelters on either side of a baseball diamond where the players and coaches sit during the game
- synonym:
- dugout
1. Ένα από τα δύο χαμηλά καταφύγια σε κάθε πλευρά ενός διαμαντιού του μπέιζμπολ, όπου οι παίκτες και οι προπονητές κάθονται κατά τη διάρκεια
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι
2. A canoe made by hollowing out and shaping a large log
- synonym:
- dugout canoe ,
- dugout ,
- pirogue
2. Ένα κανό φτιαγμένο από κοίλωμα και διαμόρφωση ενός μεγάλου ημερολογίου
- συνώνυμο:
- κανό ,
- περιπλανώμαι ,
- πιρόγε
3. A fortification of earth
- Mostly or entirely below ground
- synonym:
- bunker ,
- dugout
3. Μια οχύρωση της γης
- Κυρίως ή εξ ολοκλήρου κάτω από το έδαφος
- συνώνυμο:
- αποθήκη ,
- περιπλανώμαι