Translation meaning & definition of the word "duffer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυσφορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Duffer
[Απατεώνασ]/dəfər/
noun
1. An incompetent or clumsy person
- "As a golfer he was only a duffer"
- synonym:
- duffer
1. Ένα ανίκανο ή αδέξιο άτομο
- "Ως παίκτης του γκολφ ήταν απλά ένας τραυματισμός"
- συνώνυμο:
- ντάφερ
Examples of using
Being at the concert hall full of young kids made an old duffer like me feel out of tune.
Το να είμαι στην αίθουσα συναυλιών γεμάτη από μικρά παιδιά έκανε ένα παλιό σαν κι εμένα να αισθάνεται εκτός τρόπου.