Translation meaning & definition of the word "duffel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ντουφέλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Duffel
[Ντάφελ]/dəfəl/
noun
1. A large cylindrical bag of heavy cloth
- For carrying personal belongings
- synonym:
- duffel bag ,
- duffle bag ,
- duffel ,
- duffle
1. Μια μεγάλη κυλινδρική τσάντα από βαρύ ύφασμα
- Για τη μεταφορά προσωπικών αντικειμένων
- συνώνυμο:
- τσάντα ντάφιλντ ,
- τσάντα τσάντα ,
- ντάφελ ,
- ταμπονάρω
2. A coarse heavy woolen fabric
- synonym:
- duffel ,
- duffle
2. Ένα χοντρό βαρύ μάλλινο ύφασμα
- συνώνυμο:
- ντάφελ ,
- ταμπονάρω
Examples of using
Tom was carrying a duffel bag and a guitar case.
Ο Τομ κουβαλούσε μια τσάντα και μια θήκη κιθάρας.