Translation meaning & definition of the word "duff" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "duff" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Duff
[Νταφ]/dəf/
noun
1. A stiff flour pudding steamed or boiled usually and containing e.g. currants and raisins and citron
- synonym:
- duff ,
- plum duff
1. Μια άκαμπτη πουτίγκα από αλεύρι στον ατμό ή βρασμένη συνήθως και που περιέχει. σταφίδες και σταφίδες και κίτρο
- συνώνυμο:
- duff ,
- δαμάσκηνο duff
Examples of using
She's up the duff.
Είναι πάνω στο νταφ.