Translation meaning & definition of the word "dude" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετάβαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dude
[Αγαπητέ]/dud/
noun
1. An informal form of address for a man
- "Say, fellow, what are you doing?"
- "Hey buster, what's up?"
- synonym:
- fellow ,
- dude ,
- buster
1. Μια άτυπη μορφή διεύθυνσης για έναν άνδρα
- "Πες μου, σύντροφε, τι κάνεις?"
- "Γεια σου μπάστερ, τι είναι επάνω?"
- συνώνυμο:
- συνάδελφοσ ,
- φίλε ,
- παραφυάδα
2. A man who is much concerned with his dress and appearance
- synonym:
- dandy ,
- dude ,
- fop ,
- gallant ,
- sheik ,
- beau ,
- swell ,
- fashion plate ,
- clotheshorse
2. Ένας άνθρωπος που ασχολείται πολύ με το φόρεμα και την εμφάνισή του
- συνώνυμο:
- πικραλίδα ,
- φίλε ,
- πόδι ,
- γενναίος ,
- σεΐχης ,
- μπο ,
- πρήζονται ,
- πλάκα μόδας ,
- αλυσοπρίονο
Examples of using
Dima is one badass dude.
Η Δήμητρα είναι ένας απατεώνας φίλε.