Translation meaning & definition of the word "duct" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγωγή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Duct
[Αγωγός]/dəkt/
noun
1. A bodily passage or tube lined with epithelial cells and conveying a secretion or other substance
- "The tear duct was obstructed"
- "The alimentary canal"
- "Poison is released through a channel in the snake's fangs"
- synonym:
- duct ,
- epithelial duct ,
- canal ,
- channel
1. Ένα σωματικό πέρασμα ή σωλήνα επενδεδυμένο με επιθηλιακά κύτταρα και μεταφορά μιας έκκρισης ή άλλης ουσίας
- "Ο δακρυϊκός αγωγός εμποδίστηκε"
- "Το διατροφικό κανάλι"
- "Η δηλητηρίαση απελευθερώνεται μέσω ενός καναλιού στις κυνόδοντες του φιδιού"
- συνώνυμο:
- αγωγός ,
- επιθηλιακός αγωγός ,
- κανάλι
2. A continuous tube formed by a row of elongated cells lacking intervening end walls
- synonym:
- duct
2. Ένας συνεχής σωλήνας που σχηματίζεται από μια σειρά από επιμήκη κύτταρα που δεν παρεμβαίνουν τους τοίχους τελών
- συνώνυμο:
- αγωγός
3. An enclosed conduit for a fluid
- synonym:
- duct
3. Ένας κλειστός αγωγός για ένα υγρό
- συνώνυμο:
- αγωγός