Translation meaning & definition of the word "duck" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακολούθηση" στην ελληνική γλώσσα
Duck
[Πάπια]noun
1. Small wild or domesticated web-footed broad-billed swimming bird usually having a depressed body and short legs
- synonym:
- duck
1. Μικρό άγριο ή εξημερωμένο πουλί κολύμβησης με ευρεία γωνία συνήθως έχει καταθλιπτικό σώμα και κοντά πόδια
- συνώνυμο:
- πάπια
2. (cricket) a score of nothing by a batsman
- synonym:
- duck ,
- duck's egg
2. ( κρίκετ) μια βαθμολογία του τίποτα από έναν μπάτσμαν
- συνώνυμο:
- πάπια ,
- το αυγό της πάπιας
3. Flesh of a duck (domestic or wild)
- synonym:
- duck
3. Σάρκα μιας πάπιας (εσωτερική ή άγρια)
- συνώνυμο:
- πάπια
4. A heavy cotton fabric of plain weave
- Used for clothing and tents
- synonym:
- duck
4. Ένα βαρύ βαμβακερό ύφασμα από σαφή ύφανση
- Χρησιμοποιημένος για τα είδη ένδυσης και τις σκηνές
- συνώνυμο:
- πάπια
verb
1. To move (the head or body) quickly downwards or away
- "Before he could duck, another stone struck him"
- synonym:
- duck
1. Για να μετακινηθείτε (το κεφάλι ή το σώμα) γρήγορα προς τα κάτω ή μακριά
- "Πριν μπορέσει να σκύψει, τον χτύπησε μια άλλη πέτρα"
- συνώνυμο:
- πάπια
2. Submerge or plunge suddenly
- synonym:
- duck
2. Βυθίστε ή βυθίστε ξαφνικά
- συνώνυμο:
- πάπια
3. Dip into a liquid
- "He dipped into the pool"
- synonym:
- dip ,
- douse ,
- duck
3. Βυθίστε σε ένα υγρό
- "Βούτηξε στην πισίνα"
- συνώνυμο:
- βουτιά ,
- παπουτσιού ,
- πάπια
4. Avoid or try to avoid fulfilling, answering, or performing (duties, questions, or issues)
- "He dodged the issue"
- "She skirted the problem"
- "They tend to evade their responsibilities"
- "He evaded the questions skillfully"
- synonym:
- hedge ,
- fudge ,
- evade ,
- put off ,
- circumvent ,
- parry ,
- elude ,
- skirt ,
- dodge ,
- duck ,
- sidestep
4. Αποφύγετε ή προσπαθήστε να αποφύγετε την εκπλήρωση, την απάντηση ή την εκτέλεση (καθηγητών, ερωτήσεων ή θεμάτων)
- "Απέφυγε το θέμα"
- "Απέφυγε το πρόβλημα"
- "Τείνουν να αποφεύγουν τις ευθύνες τους"
- "Απέφυγε τις ερωτήσεις επιδέξια"
- συνώνυμο:
- αντιστάθμιση ,
- φουντίγκα ,
- αποφεύγω ,
- απογειώνομαι ,
- παράκαμψη ,
- παραπλεύρωση ,
- διαφεύγω ,
- φούστα ,
- πάπια ,
- παρακάτω