Translation meaning & definition of the word "duchy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυαδικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Duchy
[Δουκάτο]/dəʧi/
noun
1. The domain controlled by a duke or duchess
- synonym:
- duchy ,
- dukedom
1. Ο τομέας που ελέγχεται από έναν δούκα ή μια δούκισσα
- συνώνυμο:
- δουκάτο