Translation meaning & definition of the word "duchess" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δακτυλογραφεί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Duchess
[Δούκισσα]/dəʧəs/
noun
1. The wife of a duke or a woman holding ducal title in her own right
- synonym:
- duchess
1. Η σύζυγος ενός δούκα ή μιας γυναίκας που κατέχει τον τίτλο του δουκάτου από μόνη της
- συνώνυμο:
- δούκισσα