Translation meaning & definition of the word "dubbing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναρρίχηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Dubbing
[Ντάμπινγκ]/dəbɪŋ/
noun
1. A new soundtrack that is added to a film
- synonym:
- dubbing
1. Μια νέα ηχητική πίστα που προστίθεται σε μια ταινία
- συνώνυμο:
- μεταγλώττιση