Translation meaning & definition of the word "duality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δυαδικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Duality
[Δυαδικότητα]/duæləti/
noun
1. Being twofold
- A classification into two opposed parts or subclasses
- "The dichotomy between eastern and western culture"
- synonym:
- dichotomy ,
- duality
1. Είναι διπλός
- Ταξινόμηση σε δύο αντίθετα μέρη ή υποκατηγορίες
- "Η διχοτόμηση μεταξύ ανατολικού και δυτικού πολιτισμού"
- συνώνυμο:
- διχοτόμηση ,
- δυαδικότητα
2. (physics) the property of matter and electromagnetic radiation that is characterized by the fact that some properties can be explained best by wave theory and others by particle theory
- synonym:
- duality ,
- wave-particle duality
2. Η (φυσική ) ιδιότητα της ύλης και της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ορισμένες ιδιότητες
- συνώνυμο:
- δυαδικότητα ,
- δυαδικότητα σωματιδίων κύματος
3. (geometry) the interchangeability of the roles of points and planes in the theorems of projective geometry
- synonym:
- duality
3. (γεωμετρία) η εναλλαξιμότητα των ρόλων των σημείων και των επιπέδων στα θεωρήματα της προβολικής γεωμετρίας
- συνώνυμο:
- δυαδικότητα